Τετάρτη 24 Μαΐου 2017

Δήλωση Δημήτρη Κρίγγου


Ο Αντιδήμαρχος Άργους Μυκηνών Δημήτρης Κρίγγοςμετά την παρουσίαση της μελέτης για την αποκατάσταση του Ιερού Ναού Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στο Άργος έκανε την ακόλουθη δήλωση:
«Ένα μοναδικό προνόμιο και πλούτος που έχουμε ως χώρα, αλλά και ως δήμος ιδιαίτερα, να έχουμε μνημεία παντού, μας γεννά και μια μεγάλη υποχρέωση έναντι των επόμενων γενεών να τα προστατέψουμε. Ο καθένας από τη σκοπιά του. Με τα πενιχρά οικονομικά μέσα
που διαθέτει ο δήμος Άργους Μυκηνών προσπαθούμε και στον τομέα αυτόν να συμβάλλουμε και να αναπληρώσουμε το κράτος στην γενικότερη ανεπάρκεια του. Έτσι, και με την γενικότερη στόχευση που μας έχει θέσει ο Δήμαρχος Δημήτρης Καμπόσος για το θέμα αυτό, παρουσιάσαμε τη μελέτη για τις απαιτούμενες στερεωτικές επεμβάσεις και τις επεμβάσεις αρχιτεκτονικής αποκατάστασης του Ιερού Ναού Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης στο Άργος. Μεγάλος επόμενος στόχος η εξεύρεση χρηματοδότησης.»
Τη μελέτη εκπόνησαν ο Καθηγητής του Ε.Μ. Πολυτεχνείου κ. Κώστας Σπυράκος και ο Νικόλαος Χαρκιολάκης πρώην διευθυντής Αναστήλωσης των Νεωτέρων και Σύγχρονων Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού.
Ο κ. Χαρκιολάκης στην παρουσίαση του ανέφερε:
Ο Ιερός Ναός των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στο Άργος είναι ένα ιδιόρρυθμο θρησκευτικό μνημείο.
Τον 17ο αιώνα, κατά την διάρκεια δηλαδή της Α' Τουρκοκρατίας της Πελοποννήσου (1463-1686), αναφέρεται από τον Οθωμανό περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπή, ως το ένα από τα δύο τζαμιά της πόλης. Τα δύο τζαμιά εικονίζονται έκτοτε σε πολλές  παραστάσεις του Άργους διαφόρων ξένων περιηγητών (π.χ. αββάΦουρμόν, Πουκεβίλ κλπ). Στη διάρκεια της Επανάστασης αφαιρέθηκαν, πιθανότατα από τον Νικηταρά, τα μολυβδόφυλλα της στέγης του για την κατασκευή σφαιρών. Μετά την Επανάσταση φιλοξένησε διάφορες χρήσεις (π.χ. νοσοκομείο). Το 1871 μετατράπηκε σε χριστιανικό ναό. Το 1938 χαρακτηρίστηκε ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο. Σήμερα λειτουργεί ως ενοριακό παρεκκλήσιο του Μητροπολιτικού Ιερού Ναού του Αγίου Πέτρου.
Ο αρχιτεκτονικός τύπος του μνημείου, που ο κατά μήκος άξονάς του είναι προσανατολισμένος στην κατεύθυνση της Μέκκας, είναι χαρακτηριστικός σε τζαμιά του ελληνικού χώρου. Το γνωστότερο παράδειγμα του τύπου είναι το μεγάλο τζαμί του Οσμάν Σάχ στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας. Μικρότερου μεγέθους, του ίδιου τύπου, είναι το Φετιχέ τζαμί και το τζαμί του Τζισδαράκη στην Πλάκα των Αθηνών.
Ο κύριος χώρος του κτηρίου είναι τετράγωνος σε κάτοψη και καλύπτεται με μεγάλο κυκλικό τρούλλο με χαμηλό οκταγωνικό τύμπανο. Στη δυτική πλευρά του τετραγώνου υπάρχει χαμηλότερο ανοικτό προστώο, πιθανότατα μεταγενέστερο, περιβαλλόμενο στις τρείς ελεύθερες πλευρές του με τοξωτές πεσσοστοιχίες και καλυπτόμενο με τρείς κυκλικούς τυφλούς θόλους. Στην νότια γωνία του προστώου υπήρχε μιναρές, από τον οποίο σήμερα σώζεται μόνο η βάση του με τμήμα της κλίμακας.
Κατά την διάρκεια της αρχιτεκτονικής μας μελέτης, στον ανατολικό (ΝΑ) τοίχο του σημερινού Ιερού ανακαλύφθηκε ίχνος γένεσης τόξου του αρχικού «μινμπάρ» (άμβωνας), στο πλάι της σημερινής Αγίας Τράπεζας, η οποία καταλαμβάνει την θέση του αρχικού «μιχράμπ» (ημικυκλική εσοχή προς την κατεύθυνση της Μέκκας) και για τον λόγο αυτό διαμορφώνεται μέσα στο πάχος του τοίχου, χωρίς δηλαδή την συνήθη προεξέχουσα κόγχη. Το μνημείο είναι γενικά απλό και λιτό, χωρίς αξιόλογες διακοσμήσεις. Κάποια πλίνθινα οδοντωτά γείσα κοσμούν τις κορυφές των τοίχων και κάποια λείψανα οροφογραφιών σώζονται στα εσωρράχια  των τριών θόλων του προστώου.
Η μετατροπή τζαμιών σε χριστιανικούς ναούς στην Ελλάδα, και άλλες βαλκανικές χώρες, όπως και χριστιανικών ναών σε τζαμιά στην Τουρκία, είναι ένα θέμα ιδιαίτερα ευαίσθητο. Πρέπει να αντιμετωπίζεται, από όλες τις πλευρές, με σεβασμό στην αρχιτεκτονική και στον διάκοσμο κάθε μνημείου, χωρίς καταστροφές και επικαλύψεις των αρχικών τους στοιχείων.
Κατά την γνώμη μας, και με την σκέψη στην διεθνώς αποδεκτή αρχή της επωφελούς αμοιβαιότητας που πρέπει να ισχύει μεταξύ διαφορετικών κρατών, λαών και θρησκειών, η αλλαγή χρήσης ενός τέτοιου είδους μνημείου πρέπει να γίνεται με ελάχιστες και αναστρέψιμες κατά το δυνατόν επεμβάσεις, κατά το ευαγγελικό ρητό «καθώς θέλετε να ποιώσινυμίν οι άνθρωποι ούτω και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως». (Λουκ. 6,31 και Ματθ. 7,7).
Για τους λόγους αυτούς, στη μελέτη μας, προσπαθήσαμε να αναδείξουμε τον αρχικό χαρακτήρα του μνημείου, περιοριζόμενοι στις εντελώς αναγκαίες στερεωτικές επεμβάσεις, σε συνεργασία με τον Καθηγητή του Ε.Μ. Πολυτεχνείου κ. Κώστα Σπυράκο, και στις ελάχιστες επεμβάσεις αρχιτεκτονικής αποκατάστασης. Προτείναμε π.χ. εναλλακτικά την αντικατάσταση της σημερινής κατεστραμμένης μεταγενέστερης κεραμοσκεπής με μολυβδόφυλλα. Προτείναμε επίσης την αντικατάσταση της περιμετρικής πρόχειρης περίφραξης του μνημείου (από τσιμεντολιθοδομή και ασύμβατης μορφής κιγκλιδώματα) με επιχρισμένο μανδρότοιχο με αυλόθυρα και ανοίγματα υπαίθριων παραθύρων με σφυρήλατα κιγκλιδώματα ασφαλείας παραδοσιακής μορφής, της περιόδου της Τουρκοκρατίας κλπ.
Κατά τα λοιπά, η μελέτη μας αποσκοπεί στην αντιμετώπιση της κατερχόμενης και ανερχόμενης υγρασίας, με την στεγάνωση του μνημείου και την κατασκευή περιμετρικής αποστραγγιστικής τάφρου. Προτείνει την επισκευή και, στην ανάγκη, αντικατάσταση των κατεστραμμένων ξύλινων κουφωμάτων, θυρών και παραθύρων, και στην κατασκευή νέων, στα ψηλά μέρη των τοίχων, που να επιτρέπουν τον συνεχή εξαερισμό του κτηρίου. Προτείνει, επίσης, την αναδιάταξη του δαπέδου του κύριου χώρου από κεραμικές πλάκες, σε κανονική διάταξη, την επισκευή των εσωτερικών και εξωτερικών επιχρισμάτων και την συντήρηση-συμπλήρωση των πλίνθινων οδοντωτών γείσων. Τέλος, προτείνει την επισκευή και συμπλήρωση του δαπέδου του προστώου, την πλακόστρωση της πορείας των επισκεπτών προς το μνημείο και γύρω από αυτό, ως και την διαμόρφωση του κήπου που το περιβάλλει.